cutting torch | |
gen. | καμινευτήρ αυλός κοπής |
with | |
gen. | με |
concentric | |
el. | συγκεντρικό; συγκεντρικό πολύκλωνο |
nozzle | |
industr. | αυλός |
industr. construct. mech.eng. | ακροστόμιο |
industr. construct. met. | αρχή νήματος |
mech.eng. | διάταξη όδευσης και διανομής ροής; ακροφύσιο; αναβλυστήρας; στόμιο; διαχύτης; εγχυτήρας |
| |||
καμινευτήρ αυλός κοπής | |||
φλογολόπτης; μηχανή κοπής ελασματοφύλλων; αυλός κοπής; καυστήρας κοπής |
cutting torch : 25 phrases in 1 subject |
Metallurgy | 25 |