customer | |
comp., MS | πελάτης |
fin. | πελάτης; κάτοχος λογαριασμού |
insur. tax. | παραλήπτης; αγοραστής; ο αποκτών |
law commun. IT | συνδρομητής |
law fin. el. | καταναλωτής |
tax. | λήπτης παροχής υπηρεσίας |
operator | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
πελάτης m (A person or company to whom your company sells products or services) | |||
πελάτης m; κάτοχος λογαριασμού | |||
παραλήπτης m; αγοραστής m; ο αποκτών | |||
συνδρομητής m | |||
καταναλωτής m | |||
λήπτης παροχής υπηρεσίας | |||
| |||
πελατεία f | |||
English thesaurus | |||
| |||
cstmr | |||
cust; custr |
customer : 166 phrases in 17 subjects |