custom | |
gen. | συνήθεια |
social.sc. | πρακτική |
social.sc. el. | έθιμο |
customs | |
gen. | τελωvείo; τελωνείο/τελωνειακές αρχές |
econ. | τελωνείο |
environ. | τελωνειακές αρχές |
attribute | |
commun. | χαρακτηριστικό γνώρισμα |
commun. agric. food.ind. | ιδιοχαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό γνώρισμα |
comp., MS | χαρακτηριστικό; χαρακτηριστικό |
dat.proc. | Χαρακτηριστικό στοιχείο; ιδιοχαρακτηριστικό στοιχείου |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
pharma. environ. | ιδιότητα |
stat. | χαρακτηριστικό |
stat. tech. | ιδιότης |
| |||
τελωvείo; τελωνείο/τελωνειακές αρχές | |||
| |||
συνήθεια f | |||
| |||
τελωνείο n | |||
| |||
πρακτική f | |||
| |||
ήθη n | |||
| |||
έθιμο n | |||
| |||
τελωνειακές αρχές | |||
English thesaurus | |||
| |||
A usage or practice of the people, which, by common adoption and acquiescence, has become compulsory |
custom : 494 phrases in 25 subjects |