current limiting | |
el. | περιορισμός ρεύματος |
blocking | |
chem. | φράξιμο |
industr. construct. chem. | Eπένδυση της λεκάνης του κλιβάνου |
industr. construct. met. | αναβρασμός; μπλοκάρισμα; πρόχειρη επισκευή; στερέωση του γυαλιού για επεξεργασία |
met. | κόλλημα; συγκόλληση |
nat.sc. industr. | εμπλοκή |
stat. commun. scient. | συμφόρηση |
| |||
περιορισμός ρεύματος |
current limiting : 14 phrases in 4 subjects |
Communications | 2 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 9 |
Information technology | 2 |