cross-correlation abbr. | |
el. | αλληλοσυσχέτιση |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
αλληλοσυσχέτιση | |||
διασυσχέτιση |
cross-correlation : 3 phrases in 2 subjects |
Communications | 2 |
Scientific | 1 |