criminal | |
gen. | εγκληματίας; εγκληματική; εγκληματικό; εγκληματικός |
procedure | |
gen. | λειτουργία |
comp., MS | διαδικασία |
IT tech. | διαδικασία |
mater.sc. el. | μέθοδος |
med. | χειρισμός έκτρωσης |
patents. | δικονομικές διατάξεις |
| |||
εγκληματίας m | |||
ποινικός | |||
| |||
εγκληματική; εγκληματικό; εγκληματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
crim (as in "he's a carrier crim" Val_Ships) | |||
Someone convicted of a felony or a misdemeanor | |||
| |||
Cr. |
criminal : 260 phrases in 15 subjects |