course | |
gen. | πιάτο; φυσικά; σειρά μαθημάτων |
agric. industr. construct. | στρώσις εστοιβαγμένης ξυλείας |
comp., MS | κύκλος μαθημάτων |
construct. | στρώση; στρώμα,στρώσις |
mech.eng. | δακτύλιος ενισχύσεως |
med. | πορεία της νόσου |
tech. industr. construct. | σειρά |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
πιάτο n; φυσικά n; σειρά μαθημάτων | |||
| |||
μαθήματα | |||
| |||
στρώσις εστοιβαγμένης ξυλείας | |||
κύκλος μαθημάτων (A series of classes that cover aspects of a subject area) | |||
στρώση; στρώμα,στρώσις | |||
κύκλος σπουδών | |||
δακτύλιος ενισχύσεως | |||
πορεία της νόσου | |||
σειρά | |||
πορεία; διαδρομή; δρόμος; τροχιά | |||
English thesaurus | |||
| |||
co; crs; crse; cse; cus |
course : 255 phrases in 29 subjects |