cost-oriented | |
med. | κοστοστρεφής; προσανατολισμένος στο κόστος |
interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
| |||
κοστοστρεφής f; προσανατολισμένος στο κόστος |
cost-oriented : 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |