cortex | |
med. | φλοιός; φλοιός επινεφριδιών; φλοιώδης μοίρα επινεφριδιών; φλοιώδης ουσία λεμφογαγγλίων; περίβλημα; φλοιός του εγκεφάλου |
of | |
gen. | από |
cerebrum | |
med. | εγκέφαλος; μυαλό |
| |||
φλοιός; φλοιός επινεφριδιών; φλοιώδης μοίρα επινεφριδιών; φλοιώδης ουσία λεμφογαγγλίων; περίβλημα; φλοιός του εγκεφάλου; φλούδα | |||
πρωτογενής φλοιός | |||
English thesaurus | |||
| |||
cort | |||
| |||
communications oriented real-time executive | |||
Communications Oriented Real Time Executive |
cortex : 65 phrases in 2 subjects |
General | 2 |
Medical | 63 |