convert | |
comp., MS | μετατρέπω |
fin. | μετατρέπω |
forestr. | διαδικασία μετατροπής |
med. | μετατρέπω μετέτρεψα; τροποποιώ τροποπο ίησα |
| |||
μεταλλαγή; μετατροπή | |||
| |||
μετατρέπω (To change from one form or function to another) | |||
διαδικασία μετατροπής | |||
μετατρέπω μετέτρεψα; τροποποιώ τροποπο ίησα | |||
| |||
μετατρέπω | |||
English thesaurus | |||
| |||
vert | |||
conv |
converting : 36 phrases in 18 subjects |