conventional | |
gen. | συμβατική; συμβατικό |
IT gen. | Συμβατικός |
limit of elasticity | |
met. | όριο ελαστικότητας; όριο διαρροής υψηλής θερμοκρασίας |
| |||
συμβατική; συμβατικό | |||
Συμβατικός | |||
συμβατικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
conv; convl; cvtl |
conventional : 164 phrases in 30 subjects |