conventional abbr. | |
gen. | συμβατική; συμβατικό |
IT gen. | Συμβατικός |
code abbr. | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
συμβατική; συμβατικό | |||
Συμβατικός | |||
συμβατικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
conv; convl; cvtl |
conventional : 165 phrases in 30 subjects |