convection | |
gen. | μετάδοση της φωτιάς |
earth.sc. | κατακόρυφη μεταφορά; μετάδοσις της θερμότητος ή του ηλεκτρισμού; αγωγή θερμότητος |
earth.sc. transp. met. | αγωγή θερμότητας; κατακόρυφη μεταφορά ρεύματος αέρα |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
κατακόρυφη μεταφορά; μετάδοσις της θερμότητος ή του ηλεκτρισμού; αγωγή θερμότητος | |||
αγωγή θερμότητας; κατακόρυφη μεταφορά ρεύματος αέρα | |||
μεταγωγή; μετάδοση | |||
| |||
μετάδοση της φωτιάς |
convection : 57 phrases in 14 subjects |