control element | |
el. | μονάδα ελέγχου |
IT | όργανο χειρισμού; όργανο ελέγχου |
med. | στοιχείο ελέγχου |
with | |
gen. | με |
adjustable | |
med. | ρυθμιζόμενος; διευθετήσιμος |
timer | |
comp., MS | μετρητής; χρονιστής |
earth.sc. el. | συσκευή χρονισμού |
IT | διάταξη χρονισμού |
IT transp. | χρονιστήρας; χρονιστής |
mech.eng. | διακόπτης-χρονόμετρο; χρονοδιακόπτης; χρονόμετρο; ωριαίος διακόπτης |
| |||
μονάδα ελέγχου | |||
όργανο χειρισμού; όργανο ελέγχου | |||
στοιχείο ελέγχου | |||
ρυθμιστής στροφών |
control element : 28 phrases in 7 subjects |
Communications | 3 |
Electronics | 2 |
General | 11 |
Information technology | 3 |
Mechanic engineering | 6 |
Nuclear physics | 1 |
Transport | 2 |