control element assembly | |
gen. | δέσμη ράβδων ρυθμίσεως; συγκρότημα στοιχείων ελέγχου και ρυθμίσεως |
Position | |
comp., MS | Τοποθέτηση |
position | |
gen. | ιδιότητα; επάγγελμα |
forestr. | στίγμα |
industr. construct. chem. | τοποθετώ |
law lab.law. | θέση εργασίας |
market. | υπόλοιπο |
med. | τοποθεσία; μέρος; θέση |
| |||
δέσμη ράβδων ρυθμίσεως; συγκρότημα στοιχείων ελέγχου και ρυθμίσεως |
control element assembly : 5 phrases in 2 subjects |
General | 4 |
Mechanic engineering | 1 |