contour | |
med. | ισοϋψής; περίγραμμα |
transp. | να χαραχθεί το περίγραμμα |
contouring | |
agric. | άροση κατά τας ισοϋψείς; χάραξη ισοϋψών καμπυλών; καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες |
detection | |
el. | φώραση; αποδιαμόρφωση |
environ. | ανίχνευση; εντοπισμός; φώραση; ανίχνευση/εντοπισμός/φώραση |
| |||
ισοϋψής; περίγραμμα n | |||
| |||
να χαραχθεί το περίγραμμα | |||
| |||
άροση κατά τας ισοϋψείς; χάραξη ισοϋψών καμπυλών; καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες | |||
διαμόρφωση του οδόντος | |||
English thesaurus | |||
| |||
contour line | |||
| |||
comet nucleus tour | |||
| |||
సమోన్నత |
contour : 178 phrases in 24 subjects |