continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
batch plant | |
construct. | εργοστάσιο παρασκευής σκυροδέματος; κεντρική εγκατάσταση παραγωγής; κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματος |
industr. construct. met. | συνεργείο μιγμάτων |
operator | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |