continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |