continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
ring | |
comp., MS | κουδούνισμα |
el. | δακτυλιοειδής αγωγός |
fin. | κάγκελο; κύκλος συναλλαγών σε χρηματιστήριο |
forestr. | αποκόλληση αυξητικών δακτυλίων; ραγάδες τοξοειδείς ή περιφερειακές |
industr. construct. met. | επιλαίμιο |
transp. | ασφαλιστικό στεφάνι |
transp. mech.eng. | κορώνα; οδοντοτροχός |
threading machine | |
industr. | μηχανή για εξωτερική ελικοτόμηση |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |