continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |