continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
inductive | |
stat. el. | επαγωγικός |
automatic train control | |
transp. | αυτόματη λειτουργία συρμών; αυτόματος έλεγχος κίνησης συρμού; αυτόματη συσκευή ακινητοποίησης των αμαξοστοιχιών |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |