continuous grading | |
mater.sc. construct. | συνεχής κοκκομετρική διαβάθμιση |
machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
| |||
συνεχής κοκκομετρική διαβάθμιση | |||
συνεχής διαβάθμιση |
continuous grading : 1 phrase in 1 subject |
Technology | 1 |