continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
grading | |
gen. | κατάταξη |
agric. construct. | διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος |
agric. industr. | διαλογή |
commun. | κλιμάκωση; κλιμακωτή ζεύξη |
ed. | διάκριση |
environ. | διαχωρισμός |
forestr. | ταξινόμηση |
mater.sc. construct. | διαβάθμιση; κοκκομετρική σύνθεση |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |