continuous abbr. | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |