continuous | |
gen. | συνεχές |
econ. met. | συνεχής |
carbonization | |
gen. | ενανθράκωση |
coal. | οπτανθρακοποίηση; οπτανθρακοποίησις; παραγωγή κωκ |
med. | ανθρακοποίηση; ανθρακοποίησις; απανθράκωσις |
| |||
συνεχές | |||
συνεχής | |||
επίμονος (continuus) |
continuous : 655 phrases in 45 subjects |