quota | |
comp., MS | όριο; στόχοι πωλήσεων |
econ. | μερίδα συμμετοχής; ποσοστό συμμετοχής |
fin. | μερίδιο στο ΔNT; ποσοστό συμμετοχής στο ΔNT; ποσόστωση |
immigr. | μερίδα |
insur. | αναλογική συμμετοχή |
English thesaurus | |||
| |||
CA |
continuous access : 2 phrases in 2 subjects |
Finances | 1 |
Transport | 1 |