continuation | |
commun. | συνέχεια; συνέχιση |
fin. | προθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης |
in part | |
law | εν μέρει |
application | |
gen. | αίτηση |
comp., MS | εφαρμογή |
fin. | εφαρμογή |
IT | πρόγραμμα εφαρμογής |
med. | χορήγηση |
polit. law | αίτημα; έγγραφη προσφυγή' αίτηση |
transp. | εφαρμογή φρένων; πέδηση |
| |||
συνέχεια f; συνέχιση f | |||
προθεσμιακή συναλλαγή με δικαίωμα μεταφοράς της ημερομηνίας εκκαθάρισης | |||
| |||
συνέχειες f; συνεχιζόμενη έκδοση έργων |
continuation : 29 phrases in 11 subjects |
Communications | 5 |
Education | 3 |
Electronics | 1 |
Finances | 3 |
Information technology | 5 |
Insurance | 2 |
Law | 3 |
Medical | 1 |
Social science | 1 |
Transport | 3 |
Work flow | 2 |