contextual | |
gen. | συναφής |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
συναφής | |||
βάσει περιεχομένου (Specific to the conditions in which something exists or occurs) |
contextual : 9 phrases in 5 subjects |
Communications | 2 |
General | 2 |
Information technology | 1 |
Microsoft | 3 |
Work flow | 1 |