contention | |
commun. | έμφραξη; έριδα για χρήση; ανταγωνισμός |
resolve | |
comp., MS | επίλυση; επιλύω |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
έμφραξη f; έριδα για χρήση; ανταγωνισμός m |
contention : 9 phrases in 2 subjects |
Communications | 6 |
Information technology | 3 |