consumption | |
comp., MS | ανάλωση |
econ. | κατανάλωση |
environ. | ανάλωση; ανάλωση; κατανάλωση |
health. | απορρόφηση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
ανάλωση f (The items used, time spent and costs incurred during servicing that are not included in the invoice to the customer) | |||
κατανάλωση f | |||
κατανάλωση n | |||
απορρόφηση f | |||
φυορά n; φθίση f; μαρασμός m; φθορά f | |||
| |||
κατανάλωση n; κατανάλωση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
con |
consumption : 323 phrases in 39 subjects |