constant abbr. | |
gen. | συνεχές; συνεχής; διαρκής |
comp., MS | σταθερά |
IT el. | Σταθερή |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
σταθερά m (A numeric or string value that is not calculated and, therefore, does not change) | |||
Σταθερή | |||
σταθερά m | |||
| |||
συνεχές; συνεχής; διαρκής | |||
English thesaurus | |||
| |||
con | |||
const |
constant : 507 phrases in 32 subjects |