consistency | |
chem. | συνεκτικότητα |
IT | μερική ορθότητα |
IT dat.proc. | αποδειξιμότητα |
life.sc. agric. | συνεκτικότης εδάφους |
math. | συνέπεια |
constraint | |
gen. | αυτοσυγκράτηση; περικοπή |
IT dat.proc. | Περιορισμός |
| |||
συνεκτικότητα f | |||
μερική ορθότητα | |||
αποδειξιμότητα f | |||
συνεκτικότης εδάφους | |||
συνέπεια m | |||
συνοχή | |||
English thesaurus | |||
| |||
logicality (ssn) |
consistency : 60 phrases in 20 subjects |