consistency | |
chem. | συνεκτικότητα |
IT | μερική ορθότητα |
IT dat.proc. | αποδειξιμότητα |
life.sc. agric. | συνεκτικότης εδάφους |
math. | συνέπεια |
Checking | |
gen. | Έλεγχος |
checking | |
gen. | αντιπαραβολή |
chem. met. | μικρορηγμάτωση |
commun. | επαλήθευση |
industr. construct. | ράγισμα; ρωγμή; σκάσιμο |
IT dat.proc. | έλεγχοι; έλεγχος |
met. | έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέρα |
| |||
συνεκτικότητα f | |||
μερική ορθότητα | |||
αποδειξιμότητα f | |||
συνεκτικότης εδάφους | |||
συνέπεια f | |||
συνοχή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
logicality (ssn) |
consistency : 58 phrases in 20 subjects |