connector pole | |
commun. | πόλος; πόλος συνδέσμου |
allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
| |||
πόλος n; πόλος συνδέσμου |
connector pole : 3 phrases in 1 subject |
Communications | 3 |