conical abbr. | |
med. | κωνοειδής; κωνικός; κωνικό |
development abbr. | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
| |||
κωνοειδής; κωνικός; κωνικό |
conical : 115 phrases in 20 subjects |