conformity of production | |
gen. | συμμόρφωση της παραγωγής |
transp. | τυπική απόκλιση |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
scheme | |
comp., MS | συνδυασμός |
forestr. | πρόγραμμα |
IT chem. met. | σύστημα χρώσης |
| |||
συμμόρφωση της παραγωγής | |||
τυπική απόκλιση | |||
ομοιογένεια της παραγωγής; πιστότητα παραγωγής |
conformity of production : 2 phrases in 1 subject |
Industry | 2 |