conditional stop | |
transp. | προαιρετική στάση; πραιρετικό σημείο στάσης |
instruction | |
gen. | τμήμα ελέγχου |
fin. IT | οδηγία |
IT tech. | εντολή |
med. | οδηγίαι του ιατρού προς το νοσηλευτικόν προσωπικόν |
| |||
προαιρετική στάση; πραιρετικό σημείο στάσης |
conditional stop : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |