conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
Stop | |
comp., MS | Διακοπή |
stop | |
cultur. | βαλβίδα και δικλείδα; ομάδα ηχητικών αυλών εκκλησιαστικού οργάνου |
industr. construct. | αποτονωτής |
life.sc. | τάκος |
mech.eng. | όνυχας; αναστολέας; εξάρτημα αναστολής |
transp. construct. | σημείο στάσεων |
transp. mil., grnd.forc. | στάση |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |