conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
order | |
construct. | ρυθμός |
earth.sc. transp. | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη; τάξη |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
IT tech. | σχηματίζω ακολουθία; εντολή |
law | διάταξη; διοικητική εντολή |
nat.sc. | τάξις |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |