conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
distribution | |
agric. | διασκορπισμός |
commun. | διάλυσις; τοποθέτηση στην κάσσα στοιχείων |
construct. | χωρική κατανομή |
fin. account. | διανομή μερισμάτων |
IT | εφαρμογή διανομής; συσσωρευτική κατανομή πιθανότητας |
med. | κατανομή; διανομή |
stat. market. | διάθεση |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |