conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |