conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
branch | |
gen. | Πυρήνες |
agric. construct. | μικρός στραγγιστικός αγωγός |
chem. | διακλάδωση σωλήνα; προσαρμογή σωλήνα |
comp., MS | κλάδος |
econ. | υποκατάστημα |
IT | άλμα |
nat.sc. | κλάδος; πρέμνον; διακλαδούμαι |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |