conditional | |
comp., MS | υπό όρους |
fin. IT dat.proc. | υπό συνθήκες; υπό συνθήκη |
asset | |
comp., MS | πόρος |
law fin. | ενεργητικό |
proced.law. econ. fin. | περιουσιακό στοιχείο; στοιχείο ενεργητικού; στοιχείο του ενεργητικού |
assets | |
account. | στοιχεία του ενεργητικού/περιουσιακά στοιχεία; περιουσία |
econ. | ενεργητικόν |
econ. market. | ενεργές αξίες |
fin. | διαθέσιμα |
| |||
υπό όρους (Of, pertaining to, or characteristic of an action or operation that takes place based on whether or not a certain condition is true) | |||
υπό συνθήκες; υπό συνθήκη | |||
δεσμευμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cond | |||
cond. |
conditional : 126 phrases in 18 subjects |