conditional access | |
commun. | πρόσβαση υπό όρους; υπό όρους πρόσβαση |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
πρόσβαση υπό όρους; υπό όρους πρόσβαση | |||
English thesaurus | |||
| |||
CA (ssn) | |||
CA |
conditional access : 13 phrases in 2 subjects |
Communications | 12 |
Economics | 1 |