condensed abbr. | |
commun. | συμπυκνωμένος' συμπυκνωμένος τύπος |
structure abbr. | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
συμπυκνωμένος' συμπυκνωμένος τύπος | |||
συμπυκνωμένος; συμπυκνωμένος τύπος |
condensed : 79 phrases in 20 subjects |