computer-aided design | |
gen. | σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή; σχεδιασμός με χρήση υπολογιστή |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή; σχεδιασμός με χρήση υπολογιστή | |||
σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή/βιομηχανική παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστή | |||
English thesaurus | |||
| |||
CAD/CAM | |||
| |||
CAD | |||
CAD (sometimes seen as CAD/CAM); CAD (CIM) | |||
| |||
CAD |
computer aided design : 4 phrases in 1 subject |
Information technology | 4 |