compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
use | |
gen. | δεν ωφελεί; χρησιμότητα; χρησιμοποιώ |
construct. | εκχώρηση για εκμετάλλευση |
health. | απορρόφηση |
law | χρήση |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |