compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
Stop | |
comp., MS | Διακοπή |
stop | |
cultur. | βαλβίδα και δικλείδα; ομάδα ηχητικών αυλών εκκλησιαστικού οργάνου |
industr. construct. | αποτονωτής |
life.sc. | τάκος |
mech.eng. | όνυχας; αναστολέας; εξάρτημα αναστολής |
transp. construct. | σημείο στάσεων |
transp. mil., grnd.forc. | στάση |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |