compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
social security scheme | |
law social.sc. | σύστημα κοινωνικής ασφάλισης |
sec.sys. | καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως; σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |