compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
SAVE | |
energ.ind. | Πολυετές πρόγραμμα προώθησης της ενεργειακής απόδοσης στην Κοινότητα |
Save | |
comp., MS | Αποθήκευση |
save | |
comp., MS | αποθηκεύω |
IT | αποθηκεύω |
saving | |
gen. | σωτήριος; αναγκαστική αποταμίευση |
account. | αποταμίευση |
environ. | αποταμίευση; εξοικονόμηση; αποταμίευση/εξοικονόμηση |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |